- τελεσμός
- ὁ, Α1. καθιερωμένη τελετή («συντελοῡντες τὸν τελεσμὸν καὶ τὴν θυσίαν τῷ Άσκληπιῷ», επιγρ.)2. συμπλήρωση, ολοκλήρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + κατάλ. -μος (πρβλ. τέλεσ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελεσμοῦ — τελεσμός consecration ceremony masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσμῶν — τελεσμός consecration ceremony masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσμῷ — τελεσμός consecration ceremony masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσμόν — τελεσμός consecration ceremony masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)